- τήρηση
- η /τήρησις, -ήσεως, ΝΜΑ [τηρῶ (Ι)]1. το να τηρεί κανείς κάτι, η διαφύλαξη με σεβασμό και η μη παράβαση ενός πράγματος, μιας αρχής, μιας παράδοσης (α. «η τήρηση τών νόμων» β. «ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν θεοῡ», ΚΔγ. «φυλακὴ... τῶν ἐντολῶν τήρησις οὖσα αὐτῶν ἀβλαβής», Κλήμ. Αλ.)2. περιφρούρηση, διαφύλαξη (α. «η τήρηση τής τάξεως και τής πειθαρχείας» β. «ἡ σωτηρία τήρησις οὖσα τοῡ εὖ εἴχοντος», Κλήμ. Αλ.)μσν.-αρχ.(φιλοσ.-θεολ.) παρατήρησηαρχ.1. επιτήρηση, φρούρηση («ἀφύλακτος ἡ τήρησις», Ευρ.)2. διατήρηση, διασφάλιση, εξασφάλιση (α. «τιμὴ τήρησις ἀξιώματος», Πλάτ.β. «πλούτου τήρηση», Φιλάδ.)3. επαγρύπνηση («εἰ γὰρ ἀφαιρήσομέν τι καὶ βραχὺ τῆς τηρήσεως», Θουκ.)4. κρατητήριο, φυλακή («καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ», ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.